Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Ελληνικό πορνό (ούτε αυτό δεν κάναμε καλά)

Ένα άρθρο που περιμένω να προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, τουλάχιστον από τους δύο (2) διαπιστωμένους αναγνώστες του παρόντος blog (αν και ο ένας κάνει νερά και έχει μέρες να μπει). Σήμερα, θα κράξω το ελληνικό πορνό, από τη γέννησή του, μέχρι το θάνατό του στα χέρια της Ιουλίας.
Ξεκινάμε με τις πιο παλιές ταινίες του είδους μέχρι να φτάσουμε στα τερατουργήματα και τις "σειρήνες" του σήμερα.
Από γενέσεως του ελληνικού πορνό κάτι πήγε στραβά. Θέλω να πω, δείτε μία τσόντα παραγωγής εξωτερικού (εκτός Αφγανιστάν, Σαουδικής Αραβίας και Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων, όπου το μόνο που φαίνεται είναι ένας μελαμψός να γαμάει μπούργκες και ο,τιδήποτε μπορεί να κρύβεται κάτω από αυτές -από κατσίκες μέχρι εξωγήινους). Μετά δείτε μια τσόντα ελληνική, της ίδιας περιόδου. Βρείτε τις διαφορές.
Δεν τις βρήκατε; Κοιτάξτε χαμηλά. Οχι στο πληκτρολόγιο, πιο χαμηλά, στο κατά κυνόδοντα "πληκτρολόγιο" ή το αντίστοιχο αρσενικό μόριον. Ναι, σωστά μαντέψατε. Με την ξένη τσόντα καυλώσατε, σας σηκώθηκε, ερεθιστήκατε, θέλησατε εν τέλει να γαμήσετε ή να παίξετε μια ψιλή/χοντρή, κάτι τέλος πάντων. Με την ελληνική, γελάσατε, θυμηθήκατε πιο αθώες και αγνές εποχές, ρομάντζα σε ακρογιαλές, ένα-δυο καλά ανέκδοτα με ομοφυλόφιλους, Τον τοτό... -ε μήπως κάτι ξεχάσαμε; Α, ναι! Δεν κάβλωσε κανείς, εκτός από όσους είχαν παραμείνει έγκαυλοι (γεια σου ρε Εμπειρίκε!) από την ξένη παραγωγή και τώρα σιγά σιγά νιώθουν το αίμα να επιστρέφει στο σώμα από το "εν χαλάσει" μόριό τους (και πάλι γειά σου ρε Εμπειρίκε!).
Για κάποιο λόγο, οι παραγωγοί, οι σεναριογράφοι, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί και οι ντουμπλέρ στις θεοποιημένες ελληνικές τσόντες του κάποτε, θεωρούσαν ότι η τσόντα, το πορνό, το να βλέπεις κόσμο να γαμιέται για να το θέσουμε πιο ωμά, είναι κάτι που πρέπει να προκαλεί στην καλύτερη περίπτωση γέλιο. Δεν είναι τυχαίο που ο πιο αναγνωρίσιμος έλληνας πορνοστάρ (ναι, ο φαλακρός), έμεινε στην ιστορία για τις ατάκες του και όχι για τους πούτσους που έριξε. Λογικόν; Όχι ρε φίλε.
Στόχος μιας τσόντας είναι να σε καβλώσει. Άμα θέλεις να γελάσεις βλέπεις Muppet Show, Family Guy, Μπραφ, South Park και ταινίες με τον Τζιμ Κάρεϊ (τις παλιές, πριν το ρίξει στην ποιότητα, όταν γύριζε εξαίσιες σαχλαμάρες).
Δεν ανέχομαι, ναι, ΔΕΝ ΑΝΕΧΟΜΑΙ το θείο δώρο του σεξ, την υπέρτατη πριν την ανακάλυψη της ηρωίνης απόλαυση επί γης (ή, έστω την υπέρτατη νόμιμη απόλαυση), το υπεργαμάτο σμίξιμο δύο σωμάτων να μου το ξεφτιλίζετε έτσι. Και ο μαλάκας που παίζει κιθάρα εκτός πλάνου ενώ οι άλλοι γαμιούνται να πάρει πούλο! Όποιος βλέπει τσόντα, τη βλέπει για να καβλώσει, να την παίξει, ή να ρίξει έναν στη γυναίκα του που την έχει βαρεθεί και μόλις την πάρει ο ύπνος, βάζει την τσοντούλα του και  της χώνει ροχάλα στη μούρη ψιθυρίζοντας "κοίτα τι μουνιά γαμάει ο κόσμος, φτου σου μπαχαντέλα" και στα καπάκια τη γυρίζει στο πλευρό να μην τη βλέπει και της τον μπήχνει.
Ατάκες του στυλ "το κατάλαβα ότι είσαι από τη Βόρειο Κορέα γιατί είναι κρύος ο κώλος σου" (αλήθινή ατάκα από τσόντα) και "έγια μόλα έγια λέσα βάλε και τις μπάλες μέσα", η "χύνω πουτάνα, χύνω, και τα παπούτσια μέσα, χύνω" ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΕ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΝΤΑ.
Δυστυχώς, ο παρθενοπιπισμός της ελληνορθόδοξης κοινωνίας διάβρωσε και τις τσόντες. Ας μην ξεχνάμε πως όταν ξεκίνησε η βιομηχανία του ελληνικού πορνό, υπήρχαν ακόμη κάδρα της Φρ(ειδερ)ίκης και του βλάκα του Παύλου σε πάρα πολλά σπίτια, τα παιδιά πηγαίναν κατά συρροήν και κατ' εξακολούθησιν κατηχητικό (όπου τρώγανε και κανένα κωλοδάχτυλο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) και το τρίπτυχο "Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια" στοίχειωνε για τα καλά την καθημερινότητα του μέσου Έλληνα.
Όλο αυτό το κοινωνικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ξεπήδησε ο πορνοκινηματογράφος αναπόφευκτα τον επηρέασε. Η πούτσα, το μουνί, το γαμήσι, ο κώλος (κ.λπ.), ο ίδιος ο ΠΟΘΟΣ για τη σάρκα, ήταν πράγματα που κάνανε τζιζ ακόμη. Οπότε για να γίνουν πιο εύκολα αποδεκτά έπρεπε με κάποιο τρόπο να γίνουν πιο light, να χάσουν τη βαθύτατη σοβαρότητά τους, να εκχυδαϊστούν, να μην τα πάρει ο κόσμος τόοοοσο πολύ στα σοβαρά. Γι' αυτό μπήκε ένα κακής ποιότητας χιούμορ, κυρίως στο ντουμπλάρισμα, γιατί οι φουκαράδες που γαμιόσαντε (sic) μπροστά στο φακό, μάλλον δε λέγανε τέτοιες μαλακίες. Αποτέλεσμα: Γενιές και γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν με τσόντες που αντί να καβλώνουν προκαλούν γέλιο.
Παρένθεση: Δε διαφωνώ με την άποψη ότι πολλές από αυτές τις ταινίες είναι cult αριστουργήματα. Τσόντες όμως δεν είναι, γαμώ το κέρατό μου και διαμόρφωσαν μια γελοία κουλτούρα σχετική με τον ερωτισμό που κρατάει ακόμα.
Κλείνοντας το κομμάτι με τις τσόντες του κάποτε και προς απογοήτευση του ακροατηρίου μου, δε θα αναφερθώ στις μυίγες που μπαίνανε στο πλάνο και καθόντουσαν πάνω στη μπαινοβγαίνουσα πούτσα του πρωταγωνιστή ή άλλες τεχνικές λεπτομέρειες, ούτε στις πατσόλες γκόμενες, τα μουνιά-θάμνους, τα μουνιά-φυτείες (όπου φτάνανε μέχρι το γόνατα οι τρίχες), τους άπλυτους κώλους και την αίσθηση μπίχλας από γυναικείας πλευράς, ούτε και στις μικρές πούτσες (εξαιρείται ο καραφλός) και τις γελοίες φάτσες των "επιβητόρων" (ΔΕΝ εξαιρείται ο καραφλός). Τέτοιους είχαμε, τέτοιους δείχναμε και πολύ καλά κάναμε, γιατί είναι πολύ κακό να ανεβάζεις τον πήχη της αισθητικής σε ένα λαό μελαχροινό που φοράει αλυσίδα στο λαιμό για να ξέρει που σταματάει το ξύρισμα, με γκόμενες μαυροτσούκαλες και χαμηλοκώλες, μουνοθαμνάτες. Άμα βλέπαμε μόνο Σουηδέζες, μετά δε θα πηδούσε κανείς Ελληνίδες. Αυτά και προϊστορικές τσόντες... τέλος!
Πάμε λίγο στις τσόντες νέας κοπής και φίλε αναγνώστη πρόσεχε να μην κοπείς από την αυστηρή κριτική μου.
Η νεκρανάσταση της ελληνικής τσόντας έγινε εν πολλοίς με μοναδικό ανάδοχο την εταιρία Σειρήνα. Μόνο που το αποτέλεσμα δεν ήταν ανάσταση εκ νεκρών, αλλά ένα ζόμπι που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, στα περίπτερα δηλαδή.
Το πρόβλημα με τη Σειρήνα δεν είναι η παραγωγή, ούτε τα σενάρια. Και μια χαρά μουνιά παίζουνε. Το πρόβλημα εδώ είναι ακριβώς το αντίστροφο σε σχέση με τις προϊστορικές τσόντες της Γκουσγκουνοκάμβριου και της Σταλονεβίσιου περιόδου. Αλλά ας μην προτρέχουμε. Η Σειρίνα γυρίζει δύο ειδών τσόντες:
α) Με σελέμπριτις
β) Χωρίς σελέμπριτις.

Πάμε να τις αναλύσουμε ξεχωριστά:
α) Μέχρι στιγμής έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου δύο Σελέμπριτις: Η Ιουλία με τον εγκέφαλο-στόκο και η Ντούβλη. Τη Βαβάτση δε την θεωρώ σελέμπριτι (και μου θυμίζει μια συμμαθήτριά μου, Τασούλα τη λέγανε και ήτανε αγάμητη, θλιβερή και για φάπες) οπότε θα μείνει εκτός.
Σειρήνος και Τζούλιας γίγνονται τσόντες δύο. Η πρεσβύτερη μεν μπουκαλάτη, η νεότερη δε μετ' αράπων. Όποιος δεν έπιασε την παραπομπή στην Κύρου ανάβαση να πάει να γαμηθεί ή να πάει (επιτέλους) γυμνάσιο. Στην πρώτη τσόντα, η εταιρία έπαιξε με το σελέμπριτι στάτους της Ιουλίας, η οποία στεγνωμένη από έσοδα και σκονάκια πούλησε αξιοπρεπέστατα το μουνί της για να βγάλει φράγκα. Μετά στήθηκε ένα ολόκληρο σκηνικό σχετικά με το κατά πόσο η Τζούλια έπαιξε τσόντα ή απλώς πηδήχτηκε και την τράβηξαν (που δεν έπεισε κανέναν) και στο τέλος μας έμεινε το μπουκάλι που με μάτι θολό από τη βλακεία (και τη στέρηση) και με λιγοστή χάρη μπαζόβγαζε στο μουνί της. Η τσόντα ξεπούλησε, τα ρουθούνια της Ιουλίας ξαναπιάσανε δουλειά κι όλα έδειχναν να πηγαίνουν μια χαρά, μέχρι που η ξανθιά τσιμεντόπλακα γύρισε και δεύτερο εργάκι. Αυτή τη φορά χωρίς κανένα παραμύθι: Είμαι η Τζούλια και την αρπάζω από δύο αράπια. Τέλος. Ήταν και η πιο τίμια ελληνική τσόντα που παρήχθη ποτέ, μέτριας βέβαια ποιότητας και λίγο ντεκαβλέ, αλλά ούτε γέλιο πήγαινε να βγάλει, η πρωταγωνίστρια ήταν ελληνίδα (έστω και κατά το ήμισυ), οι μαύροι ήταν μαύροι κι αν τώρα όταν πήγε η ξανθιά να τον φάει από το κωλαράκι δεν έστερξε, αυτά συμβαίνουν, κρίση έχουμε, οι κώλοι σφίγγουνε, προσπάθησε πάντως. Μέτρια τσόντα, αλλά ελληνική και τσόντα.
Μετά τη γλυκιά Ιουλία με το μυαλό στόκο και τις ψεύτικες βλεφαρίδες από ανακυκλωμένες καγκελόπορτες είχαμε και τη Ντούβλη. Το πρόβλημα με τη Ντούβλη (παρ' ότι 100% Ελληνίς) είναι ότι δε βλέπεται. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της να πνίξει το φίδι, παρά τα πέπλα που τη σκεπάζουν, αδυνατεί να ξεγελάσει ακόμη και το άπειρο μάτι: Είναι πατόλα και πατόλα θα παραμείνει. Είναι το ισοδύναμο της Ρούλας Κορομηλά των '10s. Ούτε γέρος δεν κάβλωσε και το μόνο που θέλεις να της κάνεις είναι να της πιάσεις κανένα μπούτι στο ασανσέρ, έτσι για το παράνομο του πράγματος ή να της στρίψεις καμιά ρώγα για να ουρλιάξει, τόσο αντιπαθητική που είναι.
Άφησα για το τέλος μια λεπτομέρεια: Η Ντούβλη δεν είναι ακριβώς σελέμπριτι, θα ισχυριστούν κάποιοι και θα είχαν δίκιο, αν και μόνο αν έβρισκαν τι είναι αυτό που δίνει σε κάποιον το χαρακτηρισμό σελέμπριτι. Το να είναι αναγνωρίσιμος και γελοίος για μένα είναι αρκετό, οπότε η Ντουβλάρα με το μπετόν μαλαρμέ κορμί, σελέμπριτι είναι και η (άθλια) τσόντα της "σελέμπριτι τσόντα" θεωρείται. Τέλος με τα σελεμπριλίκια.

β) Σειρηνοτσόντες χωρίς σελέμπριτις. Εδώ τα έχουμε όλα. Μουνάρες, πουτσαράδες, εντάξει βγάζουνε και λίγο γέλιο με τις μαλακίες του γιατρού, αλλά η παιδική ασθένεια του ελληνικού πορνό ήταν λοίμωξη με τεράστια περίοδο επώασης, οπότε δύσκολα πλέον βγάζεις το γέλιο από την ελληνική τσόντα. Τουλάχιστον δεν είναι όλες ρεντίκολο και πέφτουνε σωστά γαμήσια, οι παραγωγές είναι αρτιότατες και... θα με ρωτήσετε τι στο διάολο δε μου άρεσε. Ε, λοιπόν δε μπορώ να θεωρήσω μια τσόντα ελληνική, όταν δεν παίζουν Έλληνες. Ή όταν παίζει μόνο ένας Έλληνας και οι υπόλοιποι μιλάνε τα ελληνικά σαν... τρίτη γλώσα, με προφορά Βλαδιβοστόκ (στην καλύτερη περίπτωση). Παραθέτω παραδείγματα για να καταλάβει και ο πιο αφελής (από όσους δεν έχουν παρακολουθήσει):
"Piase to(!!!) poutso mou mori kargiola"
"Ahhh nai pos mou aresei na moy to honis".
Έτσι λοιπόν η Σειρήνα κατάφερε να πουλήσει ελληνικές τσόντες με ξένους ηθοποιούς. Αλλά όπως είπε και ο Bill "πίπα μου πήρε δεν την πήδηξα", έτσι μπορεί μια τσόντα να ορίζεται ως ελληνική από την παραγωγή της.

Για το τέλος, το εντελώς τέλος άφησα τις soft ελληνικές τσόντες που θα ήταν τόσο άθλιες όσο και οι ξένες soft τσόντες αν δεν ήταν απείρως χειρότερες. Soft τσόντα, εξ ορισμού είναι το πορνό στο οποίο δε βλέπεις ποτέ διείσδυση, αλλά χορταίνει βυζί το μάτι σου. Αν είσαι τυχερός θα δεις και καμιά μουνότριχα. Βέβαια, τώρα είμαστε στον αστερισμό του Βραζιλιάνικου, οπότε ούτε τρίχα βλέπεις ούτε καν χνούδι, αλλά τουλάχιστον υπάρχει το Internet για να κατεβάσεις ό,τι ανωμαλία θέλεις και είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Στις ελληνικές soft τσόντες, λοιπόν, είδαμε με απόγνωση τη Φόνσου (τη Φόνσου!) να σουλατσάρει ως άλλη Γκοντάιβα γυμνή πάνω σε άλογο, τη Ντενίση να προσποιείται οργασμό με την υποκριτική ικανότητα χίλιων σβόλων στόκου και άλλα πολλά φαιδρά. Δεν ξέρω ποιον ανώμαλο σκοπό εξυπηρετούσαν αυτές οι ταινίες εκτός ίσως σαν προθάλαμος για τις κανονικές τσόντες με αλογίσιες μαλαπέρδες κι όχι άλογα καθεαυτά, αλλά παραμένουν βαρετές όσο και ένας 8ωρος μονόλογος του Φιντέλ Κάστρο κάτω από τον τροπικό ήλιο της Κούβας. Το φοβερότερο είναι ότι ο Όμηρος Ευστρατιάδης έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία πάνω σε τέτοιες θλιβερές ταινίες, στις οποίες ο θεατής ανεχόταν μιάμιση ώρα πλοκής τύπου "νύσταξα, πάμε να φύγουμε" για να πάρει μάτι 10 δευτερόλεπτα το βυζί της Φόνσου ή τον αφαλό της Ντενίση.

Τέλος, ας πέσουν οι τίτλοι:

Αναφωνήσατε λοιπόν μετ' εμού:

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΣΟΝΤΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ!
(γεννήθηκε εξ' αρχής ως ζόμπι)

Υ.Γ. Όποιος διαφωνεί μάλλον δεν έχει δει ελληνική τσόντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου